- σεληνοδοντία
- η, Νπαλαιότερος όρος που δήλωνε το τοξοειδές ή σεληνοειδές σχήμα τών δοντιών, ιδίως τών πρόσθιων άνω τομέων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenodonty (< σελήνη + οδούς, οδόντος + -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.